- ἐπικάλυψις
- ἐπι-κάλυψις, ἡ, das Verdeck
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικάλυψη — η (Α ἐπικάλυψις) [επικαλύπτω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικαλύπτω, το σκέπασμα, το κρύψιμο 2. η επίστρωση μεταλλικής επιφάνειας με άλλο μέταλλο για προστασία από την οξείδωση … Dictionary of Greek